
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰατρεῖον ψυχῶν καὶ ὀφείλει νὰ τὸ ἀναδεικνύει στὴν πράξη».
Με καταπελτική αφορμή την ανωτέρω γραπτή δήλωση, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων στο εξαίρετο συγγραφικό πόνημα του Πρωτοπρεσβυτέρου Αθανασίου Γκίκα, υπό τον τίτλο Ομοφυλοφιλία – Μία σύγχρονη ποιμαντική πρόκληση [εκδόσεις: Μυγδονία, 2016], η αναξιότης μου θέλησε να παραθέσει μερικές φιλειρηνικές σκέψεις και καλοπροαίρετους προβληματισμούς, προκειμένου να τους μοιραστεί και –γιατί όχι;– να συζητήσει μαζί σου· ιδίως σε μία τέτοια περίοδο, κατά την οποία υποχρεούμεθα να στρέψουμε τον προβολέα στα ανεξιχνίαστα ενδότερα του εαυτού μας και να του παράσχουμε αξιοπρεπείς απαντήσεις.
Εάν ενσαρκωνόταν σήμερα ο Χριστός, εάν μεγάλωνε στο έρεβος της ιδεοληπτικής μας ασυδοσίας, εάν πάσχιζαν στους καιρούς μας οι Άγιοι Απόστολοι να μεταγγίσουν ανόθευτο στην καρδιά μας το χαρμόσυνο μήνυμα της Βασιλείας των Ουρανών, εάν προσπαθούσαμε λίγο και εμείς να δούμε με τα ανύποπτα μάτια της καρδιάς και να αφουγκραστούμε με τα παιδικά αφτιά τής ψυχής μας, τότε τι θα γινόταν; Ποιος τάχα θα ήταν σήμερα ο αιμοσταγής Ηρώδης; Ποιοι θα θυσίαζαν την ακόρεστη θαλπωρή τού καναπέ τους και θα έσπευδαν να προσκυνήσουν το Θείον Βρέφος στη φάτνη, για να του προσφέρουν αφιλοκερδώς τα Τίμια Δώρα; Πόσοι θα θυσίαζαν την τραπεζοοικονομική τους ασφάλεια, για να ακολουθήσουν κατά πόδας έναν περιπλανώμενο «ρακένδυτο» Θεό; Πόσοι θα φιλονικούσαν για τον ρόλο του Ιούδα; Τι θα κραυγάζαμε οι σύγχρονοι εκλεπτυσμένοι άνθρωποι στο πιλάτειο ερώτημα «Ιησούν ή Βαραββάν»; Πώς θα στερεώναμε τον Κύριο του Φωτός επάνω στον Σταυρό του Μαρτυρίου; Θα ήταν ικανό, άραγε, το ασταθές οικοδόμημα του πενιχρού πολιτισμού μας να αντισταθμίσει το κακό, να αλλάξει τον ρου της ιστορίας;
Ας μη βαυκαλιζόμεθα περαιτέρω: η ανθρώπινη φύση φαντάζει τόσο ανεπίδεκτα ημιμαθής και εμμονικά χαιρέκακη μέσα στον κυκεώνα των παθών της. Αυτήν την πικρή διαπίστωση, άλλωστε, μας την επιβεβαιώνει ανελλιπώς και περίτρανα ο κόσμος μας, τον οποίον κατασκευάσαμε και στήσαμε προχείρως –ως βάθρο εφήμερων νικητών– επάνω στο μνήμα όπου κείτεται «η σορός της Αληθείας». Διεστρεβλώσαμε και διεστρεβλωθήκαμε. Ποδοπατήσαμε και ποδοπατηθήκαμε. Προδώσαμε και προδοθήκαμε. Και καταλήξαμε πια εκούσια έρμαια της θλιβεράς παγγνωσίας μας (κοινώς: του ξερολισμού μας) να περιφέρουμε εγωκεντρικά τη μοναξιά μας στα ευρύχωρα αδιέξοδα μιας άκρατης φιληδονίας. «Ἡ μεταπτωτικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ τὴν ἀρχική της ἐπιδίωξη νὰ δώσει καλύτερη ποιότητα ζωῆς στὸν ἄνθρωπο, κατέληξε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὰ ἀπύθμενα βάθη τῆς ἐμπαθοῦς ζωῆς καὶ νὰ τὸν ἐπιφορτίσει μὲ πόνο καὶ δυστυχία», σημειώνει προς τις τελευταίες σελίδες τού βιβλίου του ο Πρωτοπρεσβύτερος Αθανάσιος Γκίκας.

Εντός, λοιπόν, αυτής της ασίγαστης οχλαγωγίας των παρερμηνευμένων κατανοήσεων και των πνευματικών κενοδοξιών, η Εκκλησία καλείται –ίσως πιο επιτακτικά και καθοριστικά από ποτέ άλλοτε– να ανασυνταχθεί και να ανοίξει ακόμη πιο διάπλατα και ευρυγώνια την αγκαλιά της, ώστε να χωρέσει και –εν συνεχεία– να συγχωρέσει σύσσωμο τον πόνο και το βάρος των (μικρών και μεγάλων) αμαρτημάτων μας. Με άλλα λόγια, είναι μείζονος σημασίας να επανεστιάσει στην πρωταρχική δομική της ύλη: την Αγάπη. Και στο όνομα αυτής της Αγάπης να βαπτίσει εκ νέου τις καταρρακωμένες μας υπάρξεις στα ύδατα ενός ψυχοαναληπτικού Ιορδάνου ποταμού.
Η ενσυναίσθηση και ο σεβασμός, η ταπείνωση και η φιλοστοργία, ο εκ βαθέων ενστερνισμός εκείνου του περιφήμου ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον (Ιω. 8,7), συνιστούν τα περιπόθητα στοιχεία, τα οποία θα αποτινάξουν εν τέλει τον ζυγό του συναισθηματικού αναλφαβητισμού ποιμένων και ποιμνίου. Η αμαρτία θα τρομάξει και θα σκεφτεί σοβαρά να τραπεί σε φυγή μόνον όταν βρεθεί αντιμέτωπη με το αντίθετό της: την Πίστη. Την Πίστη ότι, παρά την εύθρυπτη θνητότητά μας, είμεθα δυνάμει θεοί – υπό συγκεκριμένες, ασφαλώς, προϋποθέσεις.

Τούτο φαίνεται να έχει πάγιο χρέος να μας το υπενθυμίζει λόγοις και πράξεσι το σώμα της Εκκλησίας, εγκύπτοντας με φιλανθρωπία στον πάσχοντα και όχι αποστρέφοντας μετά βδελυγμίας το βλέμμα της από αυτόν. Εξετάζοντας τα κίνητρα και όχι (κατα)δικάζοντας ερήμην τους. Επουλώνοντας τις ρωγμές και όχι στιγματίζοντας τον άνθρωπο που τις φέρει. Υποδεικνύοντας τρόπους και όχι επιβάλλοντας ποινές που περιθωριοποιούν και ευνουχίζουν. Καταπραΰνοντας τις λανθάνουσες συμπεριφορές και όχι επιδεικνύοντας μια άτεγκτη –σχεδόν ξύλινη– ηθική. Ειρηνεύοντας στωικά τα ίδια τα πάθη και όχι πολεμώντας κατά μέτωπον πόρνες, ομοφυλοφίλους, αναρχικούς και λοιπούς ασθενείς και ασώτους.
Το γραφικό δίλημμα «Ετεροφυλοφιλία ή κόλαση» τείνει να εκθρονίζει σταδιακώς το δημοφιλές απολυταρχικό σύνθημα «Ορθοδοξία ή θάνατος», θαρρείς και η έλξη προς το ίδιο φύλο κατοχυρώνει το αποκλειστικό διαβατήριο για την είσοδο στα αιχμηρά εδάφη της Γεέννης. Ποιος λογίζει τον εαυτό του τόσο υπεράξιο, ώστε να ιεραρχεί τα σαρκικά –τουλάχιστον– αμαρτήματα με ακριβή σειρά κρισιμότητος στην κλίμακα της ανθρώπινης αστοχίας; Ποιος μπορεί να εκδώσει μετ’ απαράμιλλης βεβαιότητος τα λιγοστά εισιτήρια για τον παράδεισο; Ποιος έχει το σθένος να κουνήσει επιτιμητικά το δάχτυλο στα σφάλματα του άλλου, χωρίς να το έχει υψώσει πρωτίστως στα δικά του; Και αντιγράφω από το προαναφερθέν βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου Αθανασίου Γκίκα: «Τὸ φρόνημα τῶν ποιμένων ἀλλὰ καὶ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας θὰ πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγμα τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὡς κεφαλῆς τοῦ σώματός της, ὁ ὁποῖος ἐδήλωνε ότι οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον (Ιω. 12,47)».

Κάποιες μέρες –κυρίως νύχτες– βλέπω την ψυχή σου να κλαίει. Ας σε κρίνουν, λοιπόν. Αφού δεν έχουν τη δύναμη να τιθασεύουν τον καημό τους να δείχνουν από εσένα πιο ισχυροί. Ας σε κρίνουν, λοιπόν. Αφού στη ζυγαριά των απενοχοποιημένων αρχών τους τα λάθη σου βαραίνουν πιο πολύ από τα δικά τους. Ας σε κρίνουν, λοιπόν. Αφού τους μίλησε προσωπικά ο Θεός και τους επεσήμανε το δικό σου παραστράτημα ως αμετάκλητα ασυγχώρητο. Ας σε κρίνουν, λοιπόν. Να τους ακούσεις κωφεύοντας. Να τους σεβαστείς προσευχόμενος. Να σκέπτεσαι ότι αυτό έχουν μάθει να κάνουν καλά: να διακηρύσσουν με στόμφο μακροσκελή λογύδρια για την αγάπη… Κάποιες νύχτες βλέπω την ψυχή σου να κλαίει και πιάνω να της σκουπίσω τα δάκρυα και τις μύξες.
Ας γίνουμε πρώτα εμείς η Εκκλησία την οποία ονειρευόμεθα και έχουμε ανάγκη. Ας μη φθάσουμε στο σημείο να γίνουμε οι επικριτές των κριτών μας· ας μη διαιωνίζουμε το κακό. Ας πάρουμε τρυφερά από το χέρι τα τρωτά μας σημεία που έγιναν τραύματα –επιπόλαια και μη– και, με δάκρυα μετανοίας, ας κινήσουμε φερέλπιδα για τη μόνη αληθινή Οδό· αυτήν που οδηγεί σε μιαν άνοιξη καθ’ όλα αειθαλή και άφθαρτη – εκεί όπου το χέρι του Θεού ξεπροβάλλει απολυτρωτικά, για να σπείρει την Αθανασία.
Σε ευχαριστώ για τον χρόνο και την προσοχή σου.
Μία Απάντηση
Εξαιρετικός