Ένα γαλλικό ειδύλλιο
Η άνοιξη είχε ωριμάσει και είχε δώσει τη θέση της σε ένα ζεστό καλοκαίρι. Καθόμουν με την Μερρή και μερικούς φίλους από την Εκκλησία και βλέπαμε τα πυροτεχνήματα για την Ημέρα της Βαστίλλης να φωτίζουν τον καλοκαιρινό ουρανό. Τα πυροτεχνήματα που έσκαγαν και ο ενθουσιασμός του πλήθους έφτασαν κάποια στιγμή στο αποκορύφωμά τους και η έκρηξη των χρωμάτων μετατράπηκε σε ένα θολό καλειδοσκόπιο. Κόκκινο. Λευκό. Μπλε. Καθώς τα κοιτούσα, το μυαλό μου περιπλανήθηκε, μέχρι που σταμάτησε σε ένα γνώριμο πλέον πρόσωπο. Τον Ζερόμ. Ένιωσα λες και μόλις τον είχα συναντήσει. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τον σκέφτομαι.
Όλα ξεκίνησαν μια εβδομάδα μετά την απόφασή μου να παραδώσω την σεξουαλικότητά μου στον Θεό. Βρισκόμουν στη βιβλιοθήκη με ένα βουνό βιβλία στο γραφείο μου και τα μάτια μου προσηλωμένα στο διάβασμα. Είχα κοιτάξει πάνω από την στοίβα, ίσα για μια στιγμή, και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά. Ήταν ένας όμορφος φοιτητής που δεν τον είχα ξαναδεί – Γάλλος, σκέφτηκα. Με είδε που τον κοιτούσα και μου χαμογέλασε. Γρήγορα έσκυψα το κεφάλι πίσω από τα βιβλία μου, σε μια προσπάθεια να φερθώ σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αλλά είχε.
Συνέχισα να διαβάζω και να μελετώ, αλλά οι κλεφτές μου ματιές έγιναν αντιληπτές. Η φίλη μου η Μαργκαρίτ, φοιτήτρια νομικής και παράγοντας στην τάξη μας, με σκούντηξε. “Ντέιβιντ”, ψιθύρισε με χαμόγελο, “σε είδα να κοιτάς τον Ζερόμ”.
“Ορίστε;” είπα προσποιούμενος άγνοια. Αλλά το πρόσωπό μου με πρόδωσε.
“Μην γίνεσαι αστείος“, χαζογέλασε. “Ο Ζερόμ μου μίλησε πριν από λίγο καιρό. Σε γουστάρει. Κανόνισα ένα ποτό για σας τους δυο αύριο βράδυ. Και, παρεμπιπτόντως, θα πας!”
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Το όνειρό μου για ένα γαλλικό ρομάντζο ήταν εκεί. Κατάφερα να ηρεμήσω και να κουνήσω το κεφάλι μου σε ένδειξη άρνησης, αλλά πριν καλά-καλά το κατάλαβω, είχε πάει στο γραφείο του Ζερόμ και του απάντησε για μένα.
Τα καφετιά μάτια του Ζερόμ με κάρφωναν πίσω από τα φαρδιά γυαλιά του. “Μπονζούρ, Ντέιβιντ”, ψιθύρισε, και κάτι μέσα μου άρχισε να λιώνει.
Πόσο κακό μπορεί να είναι να συναντηθούμε και να μιλήσουμε; Βγήκαμε για ποτό την επόμενη νύχτα και τις ερχόμενες εβδομάδες βρέθηκα να περνώ κάθε δεύτερη μέρα με τον Ζερόμ. Ήταν γοητευτικός και πανέξυπνος. Πηγαίναμε στον κινηματογράφο και βλέπαμε σινεφίλ ταινίες, βουτούσαμε τα κρουασάν μας στον πηχτό καφέ στις καφετέριες και συζητούσαμε για την ευρωπαϊκή πολιτική και τα σχέδιά του να εργαστεί ως πολιτικός συντάκτης ή δημόσιος υπάλληλος. Άρχισα να ξεχνάω το θέμα της εγκράτειας. Ήμασταν απλά φίλοι και, μετά, κάτι περισσότερο από φίλοι. Τον ερωτευόμουν.
Ένα βράδυ, ο Ζερόμ με φίλησε κάτω από την πανσέληνο κοντά στο Παλαί Υνιβερσιταίρ. Η όμορφή πρόσοψή του ήταν διακοσμημένη με αγάλματα φιλοσόφων που μας κοιτούσαν — με επιδοκιμασία ή αποτροπιασμό, δεν ξέρω.
Μια μάχη μαινόταν μεταξύ της αγάπης μου για τον Θεό και της αγάπης μου για τον Ζερόμ. Ήξερα ότι έπρεπε να αγαπώ τον Θεό περισσότερο από όσο επιθυμούσα αυτή την ερωτική σχέση. Ήξερα ότι δεν είναι αυτό το θέλημα του Θεού για μένα. Αλλά, εκείνη τη στιγμή, απλά δεν με ένοιαζε.
“Σ’ αγαπώ, Κύριε, αλλά αυτό είναι το όνειρό μου”, Του είπα. “Ένα αγόρι. Ένας άντρας. Ένας σύντροφος. Ένας σύζυγος. Ένας εραστής. Κάποιος να μοιραστώ τη ζωή μου. Με έπλασες για αυτό και το θέλω. Επέτρεψες να έχω ομόφυλες έλξεις και πρέπει να το πάρεις απόφαση. Εγώ δεν το διάλεξα ποτέ, Εσύ το έκανες”. Αγνόησα την συνείδησή μου και επιδίωξα τη σχέση, αλλά δεν απέκλεισα τελείως τον Θεό.
Ένα σαββατόβραδο, ο Ζερόμ κι εγώ πήγαμε στον κινηματογράφο. Ήμασταν οι μόνοι θεατές. Μετά την ταινία, κατηφορίσαμε μέσα από τα σκοτεινά καλντερίμια, πιασμένοι χεράκι-χεράκι, μέχρι που φάνηκε ο καθεδρικός. Καθώς οι καμπάνες σήμαιναν τα μεσάνυχτα και παίρναμε την τελευταία στροφή, γνώριζα ότι ο Ζερόμ θα με προσκαλούσε στο διαμέρισμά του.
Εκείνο το παλιό γαλλικό όνειρο αναστήθηκε μπροστά μου. Θεέ μου, ξέρω ότι δεν είναι αυτό το θέλημά Σου, αλλά το θέλω όπως και να ‘χει, σκέφτηκα, κοιτώντας στιγμιαία τον ουρανό. Αυτή τη στιγμή, το θέλω περισσότερο από Σένα. Λυπάμαι. Ανεβήκαμε τις ελικοειδείς σκάλες μέχρι τον τελευταίο όροφο. Έξω από την πόρτα του, ο Ζερόμ με τράβηξε για ένα φίλι. Με κοίταξε επίμονα με τα σκούρα καφετιά μάτια του και χαμογέλασε. Τα μέτωπά μας ακούμπησαν για μια στιγμή. Η ένωσή μας ήταν απτή.
Καθώς μπήκαμε στο διαμέρισμα, ο Ζερόμ μου έφτιαξε ένα εξαιρετικό γαλλικό αφέψημα. Τον ακολούθησα για να το πιούμε στο δωμάτιό του. Καθήσαμε στο κρεβάτι και αρχίσαμε να φιλιόμαστε.
Οι στίχοι 7-8 του 138ου Ψαλμού τρεμόπαιξαν μέσα στο μυαλό μου, χωρίς να τους προσκαλέσω: “Πού να πάω μακριά από το Πνεύμα Σου; Και μακριά απ’ την παρουσία Σου πού να φύγω; Αν ανεβώ στους ουρανούς, Εσύ είσ’ εκεί· αν στρώσω το κρεβάτι μου στον άδη, εκεί είσαι πάλι”.
Ντέιβιντ, μην προσπαθείς να του δώσεις την αγάπη που μόνο εγώ μπορώ να Του δώσω, ψιθύρισε η φωνή του Θεού. Εσύ είσαι παιδί μου. Θυμήσου ποιος είσαι.
Ο πόλεμος μεταξύ των δύο ερώτων έγινε σφοδρός. Ή τον Θεό ή τον Ζερόμ. Το σώμα μου προτιμούσε τον Ζερόμ, αλλά η νέα μου καρδιά γνώριζε ότι έπρεπε να επιλέξει τον Θεό. Τότε κατάλαβα ότι η αγάπη μου για τον Θεό ήταν πιο δυνατή από την επιθυμία μου για τον Ζερόμ. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν! Ένιωσα πως η καρδιά μου είχε αλλοιωθεί από την χάρη και δεν μπορούσε να προτιμήσει τις ψεύτικες σεξουαλικές επιθυμίες από την λατρεία του αγαπημένου μου Ιησού.
Σταμάτησα να φιλάω τον Ζερόμ. “Δεν μπορώ να το κάνω”, είπα στα γαλλικά. “Είμαι Χριστιανός”.
“Τι εννοείς;” ρώτησε, μπερδεμένος. “Κι εγώ είμαι Καθολικός. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Είναι αγάπη. Ο Θεός είναι αγάπη. Κι αν έχεις θέματα”, είπε χαμογελώντας, “μπορείς απλά μετά να πας για εξομολόγηση”. Προσπάθησε να με ξαναφιλήσει.
“Όχι, Ζερόμ, σοβαρολογώ. Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνεις. Η αγάπη δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Η αγάπη είναι ο Ιησούς Χριστός που πέθανε στον σταυρό για μας”. Έχωσα το πρόσωπό μου στις χούφτες μου και μετά τον ξανακοίταξα. “Είναι σαφής για την ομοφυλοφιλία. Η χάρη Του δεν μου παρέχει την άδεια να κάνω ό,τι θέλω με το σώμα μου”.
Η απορία του μετατράπηκε σε κατανόηση. Βλέποντας την ειλικρίνειά μου, συγκατένευσε. “Καταλαβαίνω”, είπε με την ευγενή ευφυΐα που τόσο εκτιμούσα σ’ αυτόν.
Κατάλαβα ότι μόλις είχα πάρει μια από τις δυσκολότερες αποφάσεις της ζωής μου.
“On peut être des amis”, είπα με δάκρυα στα μάτια. “Μπορούμε να είμαστε φίλοι”.
Στην εκκλησία το επόμενο βράδυ, ο ιερέας κήρυξε από την Β΄ Βασιλειών, εστιάζοντας στα λόγια του Δαβίδ: “Δεν θέλω να προσφέρω στον Κύριο, το Θεό μου, ολοκαυτώματα που δεν μου στοίχισαν τίποτα” (24:24). Ο Θεός γνώριζε. Αυτό ήταν. Ο Θεός γνώριζε.
Την επιλογή μου να δώσω τον εαυτό μου ολοκληρωτικά στον Θεό δεν την έκανα σαν να ήμουν ένα αδιάφορο, αναίσθητο ρομπότ. Η καρδιά μου ήταν ευαίσθητη, ματωμένη, ανθρώπινη. Και η ακριβή θυσία που Του προσέφερα ήταν μια θυσία που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Ήταν αντίθετη με τις φυσικές ορμές που λυσσομανούσαν μέσα μου, αλλά ο Θεός μού υποσχέθηκε χάρη και αναστάσιμη δύναμη για να με βοηθούν στην αδυναμία μου. Γινόμουν ένας αληθινός μαθητής Του.
Και παρ’ όλο που έχασα κάτι που τόσο επιθυμούσα, μου δόθηκε σε αντάλλαγμα η ζωή μου, όπως υποσχέθηκε ο Χριστός. Είναι δύσκολο να περιγράψω τα βάθη της σχέσης που ζω με τον Χριστό μετά από εκείνη την απόρριψη του έρωτα του Ζερόμ. Ο Ιησούς ήταν εκεί, σαν να βρισκόταν στο δωμάτιο, την στιγμή που εγώ θρηνούσα αυτό που μόλις είχα χάσει.
Ο Ιησούς καταλαβαίνει τους αγώνες και τους πειρασμούς μου. “Έτσι, επειδή ο ίδιος υπέφερε και δοκιμάστηκε, μπορεί τώρα να βοηθήσει αυτούς που δοκιμάζονται” (Εβραίους 2:18). Αυτός γνώρισε τι πάει να πει ολοκληρωτική θυσία, καθώς παρέδωσε όλο τον Εαυτό του στον Πατέρα, για να μας φέρει την βασιλεία του Θεού.
Αυτό με φόβιζε. Άνοιξε όμως και έναν νέο ορίζοντα δυνατοτήτων, μια νέα πραγματικότητα της βασιλείας. Ήξερα ότι η σχέση και η αγάπη που τώρα μοιραζόμουν με τον Θεό άξιζε να υποφέρω για χάρη της. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της μετοχής στα παθήματα του Χριστού (πρβλ. Φιλιπ. 3:10).
Πέρα από την Μερρή, δεν με είχαν προειδοποιήσει πολλοί πιστοί για τις ακριβές θυσίες που απαιτεί η χριστιανική ζωή. Απ’ όσα είχα δει, η Εκκλησία σπάνια μιλούσε για αυτό που λέει η Αγία Γραφή ότι πρέπει να είμαστε ζωντανές θυσίες. Αντ’ αυτού, οι άνθρωποι συμβιβάζονταν με ένα βολικό, εύκολο ευαγγέλιο, που προσφέρει αυτό που ο Ντίτριχ Μπονχέφερ ονόμαζε “φτηνή χάρη”. Αυτό σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να παραδώσουμε τις αγαπημένες μας αμαρτίες, τα προσφιλή μας όνειρα, τις βαθύτερες επιθυμίες μας που είναι αντίθετες με το αποκεκαλυμμένο θέλημα του Θεού.
Ποθούσα, τόσο βαθιά, κάτι περισσότερο από αυτό — το δικό Του θέλημα και όχι το δικό μου. Και μόλις είχα κάνει τα πρώτα βήματα προς αυτό.
Ντέιβιντ Μπέννετ
2 Απαντήσεις
Χρόνια πολλά! Από πού ειναι το απόσπασμα; Υπάρχει κάποιο βιβλίο;
Είναι από το “A War of Loves: The Unexpected Story of a Gay Activist discovering Jesus” του David Bennett