Όταν ο άνθρωπος δε θέλει να αμαρτήσει, τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού. Αυτή ενδυναμώνει τον ασθενή από την αμαρτία άνθρωπο και αναπληρώνει τα ελλείποντα.
Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Αγίου Μαρτινιανού. Ο Άγιός μας καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης.
Έζησε κατά τους χρόνους του Θεοδοσίου του Μικρού, δηλαδή στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Σε ηλικία 18 ετών επιθύμησε το βίο της αρετής και της ασκήσεως και γι’ αυτό κατέφυγε σε ερημικούς τόπους της περιοχής του.
Όταν συμπλήρωσε 23 χρόνια ασκήσεως, άρχισε να νουθετεί και να οδηγεί στη μετάνοια πολλές ψυχές με τη θεοφόρο διδασκαλία του. Η πνευματική του εργασία έγινε γνωστή σ’ όλο τον κόσμο που συνέρρεε με ασίγαστη δίψα, για να ακούσει τον Αθλητή του Πνεύματος. Ο αρχηγέτης της κακίας όμως φθόνησε τον ασκητή και γι’ αυτό τού έφερε έναν μεγάλο πειρασμό. Ποιος ήταν αυτός ο πειρασμός;
Μια πόρνη φόρεσε φτωχικά ενδύματα και πήγε στο ησυχαστήριο, όπου ζούσε ο Όσιος. Όταν βράδιασε, παρουσιάστηκε στο Μαρτινιανό κλαίγοντας, ότι τάχα έχασε το δρόμο και ότι θα την έτρωγαν τα θηρία, εάν έμενε έξω μόνη της. Παρακάλεσε τότε το Μαρτινιανό, να τη δεχθεί στο κελλί του για να σωθεί. Εκείνος από αγάπη κινούμενος τής είπε να μείνει στο εξωτερικό κελλί, ενώ ο ίδιος θα προχωρούσε στο εσωτερικό μέρος του ασκηταριού.
Το πρωί η γυναίκα παρουσιάσθηκε στο Μαρτινιανό με άσεμνη ενδυμασία και με προκλητικά λόγια προσπάθησε να τον οδηγήσει σε ανάρμοστες πράξεις. Πράγματι δοκιμάστηκε πολύ από το σαρκικό πόλεμο. Ο διάβολος υποδαύλισε τα κατώτερα ένστικτά του. Όμως δεν υποχώρησε. Με όλη τη δύναμη της ψυχής του παρακάλεσε τον Κύριο: “Ἐκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με” (Ψαλμός 16:11) και “λύτρωσαί με ἀπό τῶν κυκλωσάντων με” (Ψαλμός 31:7). Γνώριζε καλά ότι η πύρωση των σαρκικών ηδονών σφαγιάζει την ψυχή και ότι η φλόγα της κακής επιθυμίας αιχμαλωτίζει το νου και την καρδιά του ανθρώπου. Έτσι αμέσως αντέδρασε στον πειρασμό. Με ποιον τρόπο άραγε;
Μπροστά στα μάτια της αισχρής εκείνης γυναίκας μάζεψε πλήθος από ξερά κλαριά, τα άναψε και μπήκε μέσα στη φωτιά λέγοντας στον εαυτό του:
“Αν, Μαρτινιανέ, μπορείς να υποφέρεις το πυρ της κολάσεως, υποχώρησε στην αισχρή πράξη, άκουσε τη γυναίκα και ικανοποίησε εκείνο το οποίο σου ζητεί”.
Η φωτιά, αφού έκαψε αρκετά το σώμα του Αγίου, του έφερε λιποθυμία και έπεσε αναίσθητος στη γη. Το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό! Με την ενέργειά του αυτή ο Άγιος κατεύνασε την αγριότητα της σαρκός του, αλλά και η γυναίκα που είδε την ανεξήγητη εκείνη αντίσταση του Οσίου σωφρονίσθηκε.
Με την κατήχηση του Αγίου πήρε την απόφαση η αμαρτωλή γυναίκα να αρνηθεί τον κόσμο και να κλεισθεί σε Μοναστήρι, για να αγωνισθεί στο εξής με αληθινή μετάνοια και καθαρότητα.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του υμνογράφου: “Οὐ συνηρπάγης, οὐδέ ἡδονάς κατεδέξω· ἀλλ’ ἐπέβης προθύμως τῷ ὁμοδούλῳ πυρί, τό θεῖον πῦρ ἐγκάρδιον ἔχων· καί διά τοῦ αἰσθητοῦ καί προσκαίρου πυρός, τό ἐμπαθές πῦρ κατέφλεξας, καί τῆς γεέννης τήν φλόγα κατέσβεσας”.
Ο Όσιος, αφού με θαυματουργικό τρόπο γιατρεύθηκε από τις πληγές της φωτιάς, βρήκε έναν πλοίαρχο, ο οποίος τον οδήγησε σε μια βραχονησίδα. Σε αυτόν τον έρημο τόπο ο Όσιος έμεινε δέκα ολόκληρα χρόνια. Ο πλοίαρχος κατά καιρούς, από ευλάβεια προς τον Όσιο, πήγαινε πολλές φορές να τον συναντήσει και να του προσφέρει τα αναγκαία τρόφιμα για τη συντήρησή του.
Και εκεί όμως τον επισκέφθηκε νέος πειρασμός.
Κάποια ημέρα κοντά στη βραχονησίδα προσέκρουσε ένα πλοίο, από το οποίο σώθηκε μόνο μία κοπέλα, η οποία χρησιμοποιώντας μια σανίδα έφθασε στο μέρος που ασκήτευε ο Άγιος.
Όταν βρέθηκε με την κόρη, συνειδητοποίησε ότι θα αντιμετώπιζε και πάλι πειρασμό. Αναφώνησε και είπε: “Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος, τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;” (Ρωμαίους 7:24). Και είπε τότε ο Άγιος: “Κόρη, δεν μπορούν να συνυπάρξουν τα ξερά χόρτα με τη φωτιά. Μείνε εσύ εδώ και εγώ θα φύγω“. Έκανε τότε το σημείο του Σταυρού και έπεσε στη θάλασσα παρακαλώντας τον Κύριο με τούτα τα λόγια: “Κύριε, σώσον με!” (Ματθ. 14:30). Και ευθύς, ω! των θαυμασίων Θεός, εμφανίσθηκαν δύο δελφίνια, τα οποία πήραν στη ράχη τους τον Άγιο και τον μετέφεραν κοντά στη στεριά.

Από τότε ο Μαρτινιανός άρχισε να περιοδεύει σε πόλεις και χωριά λέγοντας στον εαυτό του: “Φεύγε, Μαρτινιανέ, μήπως πάλι σε βρει ο πειρασμός“. Όταν έφθασε στην Αθήνα, πέθανε και ετάφη με πολύ σεβασμό από τον Επίσκοπο της πόλεως και από τον πιστό λαό του Θεού.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Μηνολογίου: “Μαρτινιανός, σαρκικήν σβέσας φλόγα, φεύγει τελευτῶν τήν τελευτῶσαν φλόγα”. Δηλαδή: Ο Μαρτινιανός, αφού έσβησε τη σαρκική φλόγα, αποθνήσκοντας απέφυγε το αιώνιο πυρ της κολάσεως.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνιστά:
“Η μνήμη της αιώνιας φωτιάς ας κοιμάται κάθε βράδυ μαζί σου και ας ξυπνάει πάλι μαζί σου. Με τον τρόπο αυτό δε θα σε κυριεύσει ποτέ η τεμπελιά και η σαρκική επιθυμία”.
Ο Άγιος Μαρτινιανός με την ισάγγελη πολιτεία του, δε δελεάσθηκε από τις ηδονές ούτε εξαπατήθηκε από τη δόλια γυναίκα, όπως οι προπάτορες Αδάμ και Εύα παλαιότερα από τον πανούργο αρχέκακο όφι. Έτσι:
- Αναδείχθηκε, με την καθαρότητά του, δόκιμος ασκητής της ευσεβείας, τίμιος και καρτερόψυχος αθλητής της ερήμου.
- Έγινε, με τη θέλησή του, μάρτυρας και κατανίκησε τις μεθοδείες του διαβόλου και τη φλόγα των πειρασμών με τα θερμά δάκρυά του.
- Πίστεψε ότι καμιά από τις επιδιώξεις της ηδονής στη ζωή αυτή δε χορταίνει εκείνους που την επιζητούν, καθώς λέγει η Αγία Γραφή: “Η ασχολία με τις ηδονές είναι τρύπιο πυθάρι” (Παροιμίες 23:37).
- Απέφυγε τις νεανικές αμαρτωλές ηδονές και επεδίωξε τη δικαιοσύνη, την πίστη, την αγάπη, την ειρήνη. Δικαίως λοιπόν συγκαταριθμείται “μετά των επικαλουμένων τον Κύριον εκ καθαράς καρδίας” (Β΄ Τιμόθεον 2:22).
Απολυτίκιο. Ήχος πλ. δ΄
Τήν φλόγα τῶν πειρασμών, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καί τῆς θαλάσσης τά κύματα, καί τῶν θηρῶν τά ὁρμήματα, χαλινώσας, ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ, Παντοδύναμε, πυρός καί ζάλης ὁ σώσας με.
Ο Άγιος Μαρτινιανός εορτάζει στις 13 Φεβρουαρίου.
Συναξάρι Αγνότητος, Αρχιμ. Παύλου Ντανά